Χαλαστραῖον

Χαλαστραῖον
Χαλαστραῖος
of
masc acc sg
Χαλαστραῖος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλαστραίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προέρχεται από την πόλη τού Θερμαϊκού Κόλπου Χαλάστρα 2. φρ. «νίτρον χαλαστραῑον» ή, απλώς, «τὸ χαλαστραῑον» σόδα από λίμνη κοντά στη Χαλάστρα, που την χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο τών ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλάστρα,… …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”